Η Μεγάλη Πρόκληση της Παραγωγικότητας στο Ηνωμένο Βασίλειο – Ανάλυση του Mike Bell, CFA

Mike Bell, CFA — Market Strategist και Head of Investment Specialists για EMEA & Ασία στη J.P. Morgan Asset Management (Global Liquidity) — παρουσιάζει με σαφήνεια δύο ζητήματα που καθορίζουν την προοπτική της βρετανικής οικονομίας: τη χρόνια αδυναμία της παραγωγικότητας και τις επίμονες πιέσεις στην αγορά εργασίας του ιδιωτικού τομέα. Ο κεντρικός του άξονας είναι απλός αλλά απαιτητικός: για να ανέβουν οι πραγματικοί μισθοί και το βιοτικό επίπεδο, πρέπει να αυξηθεί η παραγωγή ανά ώρα εργασίας, χωρίς αυτό να σημαίνει λιγότερες θέσεις.
Η μεγάλη εικόνα της παραγωγικότητας
Σύμφωνα με τον Bell, από το 2008 και έπειτα, η παραγωγικότητα στο Ηνωμένο Βασίλειο αυξάνεται με ρυθμό σημαντικά χαμηλότερο από την περίοδο πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Η πρώτη εικόνα δείχνει καθαρά ότι η μετα-2008 πορεία κινείται κάτω από την προ κρίσης «τάση». Αυτό είναι το σημείο αφετηρίας: η οικονομία δουλεύει, αλλά αποδίδει λιγότερο ανά ώρα σε σχέση με τα παλιά στάνταρ.
Η δεύτερη κρίσιμη παρατήρηση είναι ότι το «θαύμα» παραγωγικότητας πριν το 2008 τροφοδοτήθηκε υπερβολικά από τον χρηματοπιστωτικό τομέα και δεν ήταν διατηρήσιμο. Μετά την κρίση, ο ίδιος κλάδος μετατράπηκε από μοχλός σε τροχοπέδη της συνολικής παραγωγικότητας — κάτι που εξηγεί γιατί η επιστροφή στην παλιά τροχιά δεν συμβαίνει αυτόματα.
Κοιτάζοντας τους κλάδους ξεχωριστά, οι επαγγελματικές υπηρεσίες (δικηγόροι, λογιστές, μηχανικοί, σύμβουλοι, εταιρείες πληροφορικής υπηρεσιών κ.ά.) δεν έχουν εμφανίσει μετρήσιμη αύξηση παραγωγικότητας από το 2004. Η τιμολόγηση «ανά ώρα», η εξάρτηση από ανθρώπινο χρόνο και η αργή διείσδυση αυτόματων ροών εργασίας εξηγούν τη στασιμότητα.
Στο λιανεμπόριο, η εικόνα είναι επίσης υποτονική. Παρά τον ψηφιακό μετασχηματισμό και τις επενδύσεις σε e-commerce και logistics, το «δίπολο» φυσικό + online αυξάνει τα κόστη και ροκανίζει τα περιθώρια, αφήνοντας μικρό καθαρό όφελος στην παραγωγικότητα.
Στον δημόσιο τομέα, ο Bell ξεχωρίζει την υγεία ως τον μεγαλύτερο αρνητικό παράγοντα. Η αυξημένη ζήτηση, η διοικητική πολυπλοκότητα και τα κόστη πιέζουν την αποδοτικότητα. Σημαντική διευκρίνιση: αν εξαιρεθούν υγεία και εκπαίδευση, η παραγωγικότητα του υπόλοιπου κράτους έχει βελτιωθεί μετά το 2008 — άρα το πρόβλημα είναι εντοπισμένο, όχι γενικευμένο.
Στα θετικά νέα, η μεταποίηση δείχνει ότι η παραγωγικότητα μπορεί να βελτιωθεί ουσιαστικά μέσω κεφαλαιουχικών επενδύσεων, αυτοματοποίησης και καλύτερης οργάνωσης. Η κίνηση είναι μεν σταδιακή, αλλά σταθερή και με κατεύθυνση προς τα πάνω.
Η τεχνολογία υπήρξε μέχρι πρόσφατα ο ισχυρότερος μοχλός παραγωγικότητας. Ωστόσο, η τελευταία περίοδος δείχνει «πάγωμα». Για να ξαναδείξει ο κλάδος μεγάλη ώθηση, πρέπει η τεχνητή νοημοσύνη και η αυτοματοποίηση να περάσουν από την πιλοτική χρήση στη μαζική, καθημερινή αξιοποίηση σε πλήθος επαγγελμάτων και όχι μόνο στις καθαρά τεχνολογικές εταιρείες.
Ο στρατηγικός στόχος, όπως τον περιγράφει ο Bell, είναι σαφής: καλύτερη πραγματική ανάπτυξη με διατήρηση της απασχόλησης και αύξηση του προϊόντος ανά ώρα. Αλλά είναι «πολύ ευκολότερο να ειπωθεί παρά να γίνει», ακριβώς επειδή η προ-2008 «γραμμή αναφοράς» ήταν μεγεθυσμένη από μη βιώσιμα κέρδη του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Αγορά εργασίας: αδυναμία που επιβεβαιώνεται από πολλαπλές πηγές
Στα τελευταία στοιχεία για την αγορά εργασίας, ο Bell βλέπει συνεχιζόμενες περικοπές στον ιδιωτικό τομέα. Τα δεδομένα HMRC PAYE RTI (που ενσωματώνουν τις πιο πρόσφατες αναθεωρήσεις) δείχνουν ότι ο ιδιωτικός τομέας βρίσκεται σε «ύφεση θέσεων εργασίας» από τα μέσα του περασμένου έτους. Η ίδια η ONS σημειώνει ότι το RTI παρέχει πιο αξιόπιστη εικόνα για τους μισθωτούς από την έρευνα εργατικού δυναμικού (LFS).
Η διάσπαση των μισθολόγιων ανά βασικούς κυκλικούς κλάδους επιβεβαιώνει την αδυναμία: επαγγελματικές υπηρεσίες, κατασκευές και λιανεμπόριο κινούνται πτωτικά. Το επιχείρημα ότι το RTI «υπερβάλλει» επειδή δεν περιλαμβάνει τους αυτοαπασχολούμενους δεν φαίνεται να στέκει, καθώς η LFS καταγράφει μείωση των αυτοαπασχολούμενων στους περισσότερους κυκλικούς κλάδους — με εξαίρεση την τεχνολογία.
Οι έρευνες αγοράς συμφωνούν με τα παραπάνω: στην KPMG/REC οι recruiters αναφέρουν έντονη αύξηση της διαθεσιμότητας προσωπικού, συχνά λόγω απολύσεων. Ο δείκτης PMI υπηρεσιών καταγράφει «συμπαγή» μείωση προσωπικού από τον Οκτώβριο 2024, με αιτία την υποτονική ζήτηση και τα υψηλά κόστη. Στη μεταποίηση, οι περικοπές συνεχίζονται για ένατο μήνα και συγκαταλέγονται στις πιο απότομες από το 2020, ενώ στις κατασκευές η πτώση προσωπικού έχει διάρκεια επτά μηνών, με παγώματα προσλήψεων και μη αντικατάσταση όσων αποχωρούν.
Το συμπέρασμα του Bell είναι νηφάλιο αλλά ανησυχητικό: όταν επίσημα φορολογικά στοιχεία, LFS, PMI και έρευνες recruiters λένε το ίδιο πράγμα, τότε η πιθανότητα ύφεσης είναι αυξημένη. Η πολιτική απάντηση, με βάση το σκεπτικό του, δεν είναι η συμπίεση της απασχόλησης, αλλά η στοχευμένη επιτάχυνση της παραγωγικότητας στους «δύσκολους» κλάδους (υπηρεσίες, λιανεμπόριο, υγεία), η διάχυση της τεχνολογίας σε όλο το εύρος της οικονομίας και ένα σταθερό πλαίσιο κόστους εργασίας που θα επιτρέπει στις επιχειρήσεις να επενδύουν σε κεφάλαιο και διαδικασίες χωρίς να μειώνουν μαζικά θέσεις.
Πιστοποιημένος Τεχνικός Αναλυτής (MSTA) και οικονομικός / αθλητικός συντάκτης με εξειδίκευση στις αγορές κεφαλαίου, τα συστήματα συναλλαγών και τις στρατηγικές trading.
Απόφοιτος του Τμήματος Στατιστικής του London School of Economics και Finance του ALBA Business School.
- ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΡΗΣ ΜΙΧΑΗΛ
- ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΡΗΣ ΜΙΧΑΗΛ
- ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΡΗΣ ΜΙΧΑΗΛ
- ΦΛΑΜΠΟΥΡΑΡΗΣ ΜΙΧΑΗΛ

