ΟΠΕΚΕΠΕ,ΙΤΑΛΙΚΗ ΜΑΦΙΑ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Αναλυτής τραπεζικής εποπτείας στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και υποψήφιος διδάκτορας στη Σχολή Χρηματοοικονομικών της Φρανκφούρτης,  ο Ixart Miquel-Flores θεωρεί ότι η καταπολέμηση της διαφθοράς δεν είναι εμπόδιο αλλά επένδυση.

Σε άρθρο του στους Financial Times με τίτλο «How a Mafia crackdown drives economic growth»,υποστηρίζει ότι η καταπολέμηση του οργανωμένου οικονομικού εγκλήματος μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός ανάπτυξης.

Η θέση του στηρίζεται στην εμπειρική ανάλυση και όχι σε ιδεολογικές βεβαιότητες, καθώς δείχνει πώς η αστυνομική διάλυση εκατοντάδων εταιρειών με δεσμούς στη μαφία οδήγησε σε αύξηση της παραγωγικότητας, άνοδο των δανείων προς υγιείς επιχειρήσεις και αναθέρμανση της τοπικής οικονομίας. Η αφαίρεση του «παρασιτικού φόρου» από το οργανωμένο έγκλημα δεν έφερε ύφεση αλλά ανακούφιση.

Η παρέμβασή του αποκτά νέα βαρύτητα υπό το φως του σκανδάλου του ΟΠΕΚΕΠΕ. Η υπόθεση με τις πλαστές επιδοτήσεις μέσω εικονικών βοσκοτόπων, συγγενικών σχέσεων και κομματικών διασυνδέσεων συνιστά ένα θεσμικό σύμπτωμα που μας δείχνει πόσο επιβλαβής μπορεί να είναι η ατιμωρησία για την ίδια την οικονομική ζωή μιας χώρας.

Ο Flores περιγράφει πώς η μαφία στην Ιταλία διείσδυε στους νόμιμους τομείς της αγοράς, στραγγίζοντας τη δημιουργικότητα και παραμορφώνοντας τον ανταγωνισμό.

Οι τράπεζες φοβούνταν να δανείσουν υγιείς επιχειρήσεις, επειδή κυριαρχούσαν οι «γνωστοί» με τις απειλές και τις πλάτες. Όταν το κράτος ανέλαβε δράση και απομάκρυνε τα εγκληματικά δίκτυα, η αγορά πήρε ανάσα. Τα δάνεια προς νόμιμους παίκτες αυξήθηκαν ως και 2%, ενώ έως και 3,6 δισ. ευρώ σε νέες πιστώσεις κατευθύνθηκαν σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Στην Ελλάδα, οι μηχανισμοί ελέγχου επιδοτήσεων μοιάζουν να βρίσκονται σε καθεστώς λειτουργικής παραίτησης. Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, όπως αποκαλύπτεται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, δείχνει ένα καλά οργανωμένο δίκτυο διαφθοράς εντός του κρατικού μηχανισμού. Αντί να ενισχύεται η παραγωγή και να επιβραβεύεται η εξωστρέφεια, ενισχύεται η σπατάλη και επιβραβεύεται η κομματική σύνδεση.

Ο Flores επισημαίνει ότι η νέα Αρχή της ΕΕ για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες (AMLA) προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία να αναθεωρηθεί το σύστημα σε ευρωπαϊκό επίπεδο και να σπάσει η ψευδής διχοτομία «διαφάνεια ή ανάπτυξη».

 Η AMLA, υπογραμμίζει, μπορεί να συντονίσει τις εθνικές εποπτικές αρχές, να ενισχύσει τη διασυνοριακή συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών και να συμβάλει στη δημιουργία ενός πιο αποτελεσματικού και δίκαιου χρηματοπιστωτικού περιβάλλοντος. Πρόκειται για μια δομική απάντηση στην ατιμωρησία που υπονομεύει την εμπιστοσύνη και στραγγαλίζει τις πραγματικές επενδύσεις.

Ο συγγραφέας καταλήγει ότι πολύ συχνά οι συζητήσεις για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος επικεντρώνονται σε επιχειρήματα περί ηθικής και ασφάλειας. Ωστόσο, τα οικονομικά επιχειρήματα είναι εξίσου ισχυρά.

Η εμπειρία της Ιταλίας με τη μαφία δείχνει ότι με την μείωση  των παρασιτικών φόρων (όπως  πρόσοδοι  μαφίας , μίζες η απόσπαση οικονομικών πόρων από τους πραγματικούς παραγωγούς) απελευθερώνονται οι δημιουργικές δυνάμεις μιας οικονομίας .

Παρομοίως η ελληνική πολιτεία οφείλει να στηρίζει όχι τους κατά δήλωσίν εργαζομένους αλλά όσους μοχθούν πραγματικά και όχι παρασιτικά.

Διότι αλλιώς, όταν κλείσουν οι κάνουλες των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων, οι επενδυτές θα προτιμήσουν να κράτη οπού δικαιοσύνη και ελεγκτικοί  μηχανισμοί δε δυσλειτουργούν.

Ο προβληματισμός αυτός ενισχύεται αν λάβουμε υπόψη ότι, με βάση την ιστορική συμπεριφορά της σχετικής ισχύος των χρηματιστηρίων της Ιταλίας και της Ελλάδας, τα μακροπρόθεσμα κύματα σχετικής ισχύος φαίνεται να εναλλάσσονται περιοδικά, περίπου ανά δεκαετία.

Η σχετική ισχύς του Χρηματιστηρίου Μιλάνου έναντι των Αθηνών, όπως εκφράζεται από τον λόγο των κανονικοποιημένων δεικτών με βάση 100 τον Νοέμβριο 1997, ερμηνεύεται ως εξής: όταν ο δείκτης ανεβαίνει (μαύρη γραμμή), τότε υπεραποδίδει η Ιταλία· όταν πέφτει (κόκκινη γραμμή), τότε υπεραποδίδει η Ελλάδα.

Ωστόσο, συνολικά, εάν ο λόγος βρίσκεται κάτω από τη μονάδα (1), αυτό σημαίνει πως η συνολική απόδοση του ιταλικού χρηματιστηρίου από το 1997 υπολείπεται της ελληνικής, και αντιστρόφως. Έτσι, η πρώτη δεκαετία (1997–2007) ανήκει καθαρά στην Ελλάδα, λόγω της ένταξης στην ΟΝΕ και της χρηματιστηριακής ευφορίας. Η δεύτερη δεκαετία (2008–2018), που περιλαμβάνει την παγκόσμια κρίση και τα μνημόνια, φέρνει σημαντική υποχώρηση της Αθήνας και ισχυρή σχετική απόδοση του Μιλάνου.

Σημείο καμπής ήταν το 2015 όταν στη κούρσα της σχετικής ισχύος προηγήθηκε η Αθήνα με ένα διάλλειμα υστέρησης αναμεσά στις εκλογές του 2019 και τη πρώτη φάση της πανδημίας .Από τον Οκτώβριο 2020 τη σκυτάλη πήρε πάλι η Αθήνα,σε ένα ράλι σχετικής ταχύτητας που ωσονούπω μοιάζει να κορυφώνεται.

Δικτυακός τόπος |  + αναρτήσεις

Πιστοποιημένος Τεχνικός Αναλυτής (MSTA) και οικονομικός / αθλητικός συντάκτης με εξειδίκευση στις αγορές κεφαλαίου, τα συστήματα συναλλαγών και τις στρατηγικές trading.
Απόφοιτος του Τμήματος Στατιστικής του London School of Economics και Finance του ALBA Business School.